Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η κατοχή

См. также в других словарях:

  • κατοχή — holding fast fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοχή — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 20 μ., 2.890 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βονίτσης και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, 22 χλμ. ΒΔ του Μεσολογγίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οινιάδων. Σε κοντινή απόσταση… …   Dictionary of Greek

  • κατοχή — η 1. κυριότητα, ιδιοκτησία: Έχει την κατοχή σ όλες αυτές τις εκτάσεις. 2. κατάκτηση ξένης χώρας με πόλεμο: Η κατοχή της χώρας μας από τους Γερμανούς ήταν καταστροφική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κατοχή — Sp Katòchė Ap Κατοχή/Katochi L V Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • κατοχῇ — κατοχῆι , κατοχεύς holder masc dat sg (epic ionic) κατοχή holding fast fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοχῆ — κατοχεύς holder masc nom/voc/acc dual κατοχεύς holder masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοχαῖς — κατοχή holding fast fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοχαί — κατοχή holding fast fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοχᾷ — κατοχή holding fast fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοχῇσι — κατοχή holding fast fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοχήν — κατοχή holding fast fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»